- ντρεζίνα
- ημικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. draisine < γερμ. Draisine < Karl von Drais, επών. Γερμανού εφευρέτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… … Dictionary of Greek
τροχήλατος — η, ο 1. που κινείται με τροχούς, τροχοφόρος: Τροχήλατο όχημα. 2. το ουδ. ως ουσ., τροχήλατο, α. είδος παλιότερου ατμόπλοιου που κινούνταν με τροχούς. β. μικρό τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα, ντρεζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)